Home Μηδενισμός

Πολλά έχουν γραφτεί για τον μηδενισμό, κυρίως επειδή για κάθε καλό στη ζωή χρειάζεται και το αντίθετό του, και αυτό είναι παρά η πίστη στο τίποτα: ότι τίποτα δεν αξίζει να πασχίζεις για αυτό, ότι τίποτα δε μπορεί να έχει ένα συγκεκριμένο νόημα, ότι το άτομο και ο κόσμος ολόκληρος δεν υφίστανται. Αναφέρομαι σε αυτό ως μοιρολατρία, επειδή ειλικρινά, αν κάποιος πραγματικά δεν πιστεύει σε τίποτα, ούτε ακόμα και στην ευχαρίστηση του να είσαι ζωντανός, την πιο βασική από όλες τις ευχαριστήσεις, τότε ο θάνατος δεν είναι παρά ένα δώρο και μία απελευθέρωση. Αν η μοίρα σου είναι τόσο τρομερή, αγκάλιασέ την και πέθανε ωραία. Ίσως μπορείς να δείξεις αρκετή αυτοσυγκράτηση ώστε να προλάβεις να ζωστείς μία εκρηκτική συσκευή και, πέφτοντας σε ένα καταναλωτικό όργιο όπως ένα πολυκατάστημα τα Χριστούγεννα, να ανατιναχτείς, ελευθερώνοντας κάποιους άλλους από έναν πιο ανεπαίσθητο μηδενισμό από το δικό μας.

Ο μηδενισμός, σύμφωνα με τη δικιά μου οπτική, είναι η εξάλειψη όλων των αξιών εκτός από αυτές που θα αναφερθώ ως έμφυτες ή εγγενείς και θα αφήσω αυτόν τον όρο για ένα μελλοντικό ορισμό. Όταν οι άνθρωποι σκούζουν για το Σατανά, για τον πόλεμο ενάντια στη τρομοκρατία, ή για τη μεγάλη εκστρατεία για την ισότητα, τότε μπορείς να τους κοιτάξεις στα μάτια και να πεις «όλα αυτά που λέτε δεν έχουν καμία αξία εκτός από αυτές μου εμείς τους επιβάλλουμε». Με τον ίδιο τρόπο, όταν μερικοί σου λένε πόσο σημαντικό είναι να δεις την τελευταία χολιγουντιανή ταινία, να πας στο τάδε πριβέ πάρτι ή να αποκτήσεις το δείνα κυριλέ αμάξι, μπορείς ομοίως να απορρίψεις τις νουθεσίες τους. Ο μηδενισμός είναι η απόρριψη των πάντων παρά των εγγενών.

Είναι μια μεταβατική φιλοσοφία, μία πύλη, κατά τη γνώμη μου, που σημαίνει ότι είναι η πρωταρχική συνειδητοποίηση σε μία πορεία μάθησης. Εν αντίθεση με τις θρησκείες που βασίζονται στην αφοσίωση όπως ο Χριστιανισμός, όπου όλοι αυτοί που απαγγέλλουν έναν όρκο πίστης θεωρούνται ότι έχουν λάβει σοφίας, οι φιλοσοφίες της ζωής που δεν έχουν να κάνουν με παντομίμα ενστερνίζονται «εσωτερικές» απόψεις. Ο εσωτερισμός λέει ότι η σοφία έρχεται σε αυτούς που την αναζητούν, και σε ποικιλία βαθμίδων. Δεν υπάρχει κάτι σαν ένα μαγικό κατώφλι το οποίο αφού κάποιος διαβεί με το σταυρό στο μέτωπό θα θεωρείται πλέον γνώστης. Άπειρη μάθηση και άπειρες παγίδες αντιθέτως παραμονεύουν. Όταν κάποιος ασπάζεται το μηδενισμό έχει κάνει το πρώτο βήμα της μύησής του, με το να αφαιρεί όλες τις εξωτερικά επιβεβλημένες αξίες, ιδιαίτερα από άλλους ανθρώπους. Και εκεί ακριβώς αρχίζει η ανακάλυψη.

Οι περισσότερες φιλοσοφίες του καιρού μας είτε διαφυλάττουν κάποια απόλυτη, παγκόσμια σοφία όπως το «Ένα και Μοναδικό Μονοπάτι προς την αρετή και στη δύναμη», είτε de facto κάνουν το ίδιο πράγμα με το άτομο, αρχίζοντας κάπως σαν «η πραγματικότητα είναι ότι επιθυμείς να είναι». Αυτές δεν είναι τόσο φιλοσοφίες όσο ακραίες προσεγγίσεις στην ερώτηση που αντηχεί στην αιωνιότητα: «τι είναι αληθινό/πραγματικό/σημαντικό?» Ο μηδενισμός προσφέρει μια έξοδο από αυτό το παράδοξο, με το να υποδεικνύει την ίδια την ζωή σαν την απάντηση στο ερώτημα της ζωής: «τι είναι σημαντικό?», το οποίο ερμηνεύεται ως «η ζωή είναι σημαντική» το οποίο μας αφήνει να καταλάβουμε ότι η ζωή είναι μία διαρκής διαδικασία η οποία δε μπορεί να «κβαντιστεί» σε μία αφοσιωτική απάντηση, ούτε σε μία πεπερασμένη τεχνολογική απάντηση όπως «τα λεφτά». Το να έχεις μία ωραία ζωή είναι το να έχεις ομορφιά, αλήθεια και νόημα.

Όμως πώς μπορεί να καθοριστεί η «καλή ζωή?» Αν ψάχνουμε για απολυτότητες, όπως η πιο άνετη ζωή, η περισσότερη δύναμη, η τα πιο πολλά λεφτά και η μεγαλύτερη δημοσιότητα, δεν θα βρούμε τίποτα παρά εξωτερικά καθορισμένες έννοιες οι οποίες δεν αντικατοπτρίζουν κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση, πέρα από τη ματεριαλιστική ικανοποίηση. Ίσως είναι καλύτερο να συμβουλευτούμε τους αρχαίους και να πούμε ότι μια καλή ζωή είναι η εκπλήρωση του πεπρωμένου είτε η επιστροφή στις εγγενείς ιδιότητες του ατόμου. Ο μηδενισμός επίσης εξαλείφει την έννοια της καλής ζωής σαν κάτι που μπορεί να υφίσταται έξω από το άτομο, αλλά και επίσης αναγνωρίζει την αδυναμία του ίδιου του ατόμου: κανείς από μας δε θα δει ποτέ την «αλήθεια» με την έννοια του τι είναι ορθό σχετικά με τον εξωτερικό κόσμο γύρω μας.

Μία τέτοια άποψη δεν έχει να κάνει με το να υποστηρίζεις ένα ρηχό αντικειμενισμό, όπως αυτόν της Alissa Rosenbaum, (“Ayn Rand” η οποία αντιμετώπισε τον υλισμό ως ένα φιλοσοφικό αντικείμενο σύμφωνα με την παράδοση με την οποία ανατράφηκε: αυτήν του Ιουδαϊσμού, η οποία παρά τον δυϊσμό που χαρακτηρίζει την πίστη της δε βλέπει τίποτα μεταφυσικής ή ιδεώδους αξίας πέρα από την υλιστική ικανοποίηση: δύναμη, πλούτος, κοινωνική θέση. Αυτές οι φιλοσοφίες του «αντικειμενισμού» συνήθως γίνονται μια παρωδία του ίδιου τους του εαυτού, αφού έχουν αντικαταστήσει το νόημα της ζωής με το μέσον του να φτάνεις σε αυτό το νόημα, ουσιαστικά παρακάμπτοντας το ερώτημα της ζωής. Ο αντικειμενισμός του μηδενισμού είναι πιο κοντά στην επιστήμη των αρχαίων θρησκευτικών παραδόσεων των Βεδών: Είμαστε όλοι περιορισμένοι στο ίδιο χώρο, ο οποίος λειτουργεί με σταθερούς και αμετάβλητους κανόνες και ο οποίος επιδρά με προβλέψιμο τρόπο επάνω μας, είτε το παρατηρούμε είτε όχι.

Ένας άλλος τρόπος για να το εξηγήσουμε αυτό είναι με το παράδειγμα δύο ανθρώπων από τους οποίους ο ένας πετάει την μπάλα στον άλλο. Όταν η μπάλα πετιέται, η πορεία που ακολουθεί είναι αντικειμενική άσχετα με το εάν αυτός που πρέπει να την πιάσει έχει τα χέρια του στη σωστή θέση ή όχι. Εάν αυτός που την πετάει κάνει λάθος υπολογισμό στο ρίξιμό του, η μπάλα θα προσγειωθεί μακριά από το συμπαίχτη του, ο οποίος όμως μπορεί να αντισταθμίσει το λάθος έχοντας δει την πορεία της μπάλας, τοιουτοτρόπως πιάνοντάς τη. Η κίνηση μέσω της εξωτερικής πραγματικότητας είναι «αντικειμενική» ενώ οι σκέψεις και οι αντιλήψεις των δύο ατόμων είναι «υποκειμενικές», και τα δύο αυτά πράγματα δε συναντώνται πάντα. Το παιχνίδι αυτό είναι ένας διασκεδαστικός τρόπος για να συντονίζει κάποιος την προσωπική-εσωτερική αίσθηση της πραγματικότητας με την «εξωτερική», η οποία λειτουργεί όπως ακριβώς μία μηχανή, προβλέψιμα δηλαδή αναλόγως με τη δομή της και τους εσωτερικούς μηχανισμούς της.

Ο Μάρκος Αυρήλιος μας δίνει ένα κομμάτι του παζλ.

Το να εμμένεις στην υλικότητα της ζωής ισοδυναμεί με το να εμμένεις στα σημάδια του νοήματος και όχι με το νόημα καθεαυτό. Στο παιχνίδι που περιγράψαμε δεν είναι η ποιότητα της μπάλας ή η αίσθηση που σου δημιουργεί όταν περνάει από δίπλα σου σφυρίζοντας σημαντική, αλλά η ικανότητα να συντονίσεις το χέρι με την μπάλα και την κίνηση αυτού που την πετάει και αυτού που την πιάνει. Ένας μηδενιστής, μυημένος στην αξία της μη-αξίας, ενώ αναγνωρίζει ότι ούτε το αντικειμενικό ούτε το υποκειμενικό είναι ανώτερα το ένα από το άλλο, το να φέρνεις μαζί είναι μία αξία του εσωτερικού κόσμου κάθε ατόμου, ο οποία βελτιώνει την ποιότητα της αλληλεπίδρασης του με την «απόλυτη πραγματικότητα», ή τον φυσικό και πολύ πραγματικό κόσμο που όλοι μοιραζόμαστε. Ομοίως, το να προχωράς βαθιά μέσα στο συμβολισμό ισοδυναμεί με το να δημιουργείς έναν «διττό» κόσμο, στον οποία το σύμβολο είναι πιο σημαντικό από την ίδια τη ζωή, είτε εμμένοντας αποκλειστικά στον υλικό, είτε μόνο στο συμβολικό, είναι λάθος της λογικής (αυτά στο περίπου ανταποκρίνονται στον χριστιανισμό και στον ιουδαϊσμό αντιστοίχως.

Παρ΄ όλα αυτά, αυτός ο τρόπος σκέψης ενστερνίζεται από λίγους, εξ ού και οι ορδές των ατόμων που κριτικάρουν το site αυτό επειδή είναι μηδενιστικό και παρά ταύτα τολμάει να πιστεύει σε οτιδήποτε εκτός από το φαταλισμό και τη μοιρολατρία. Οι πιο μορφωμένοι του τύπου αυτού είναι οι θιασώτες του Russel και του Wittgenstein, οι οποίοι ουσιαστικά είναι τα θύματα της πιο προχωρημένης απάτης (419 scam) στην ιστορία της φιλοσοφίας: έχοντας ειπωθεί ότι η γλώσσα είναι αδύναμη και επομένως σφάλμα, τους ζητείται να επενδύσουν τα πιστεύω τους στον υποκειμενισμό και μέσω αυτού να επιτυγχάνουν την υποκειμενική απόδειξη της αλήθειας της μη-αλήθειας. Η φιλοσοφία του Ζεν προσφέρει μια πιο καλοπροαίρετη άποψη, η οποία είναι αρκετά σοφή ώστε να μη βασίζεται στη γλώσσα αλλά στην ωμή εμπειρία - και μερικές φορές σε ένα χαστούκι από ένα δάσκαλο του Ζεν, για να υπενθυμίσει ότι πραγματικότητα, όντως, είναι αληθινή.

Ο μηδενισμός είναι μία πύλη για να εκτιμήσουμε το εγγενές. Όντας σκεφτόμενες μηχανές απομονωμένες στους εαυτούς μας, είμαστε, ενάντια στη διαίσθησή μας, απομονωμένοι από την πραγματικότητα της ζωής, και το πιο συνηθισμένο λάθος μας είναι να περιμένουμε την μπάλα στο λάθος σημείο, είτε αυτός που ρίχνει, τυφλωμένος από τον ήλιο, να ρίχνει επίσης σε λάθος σημείο. Δεν θα αποτελεί ηθικολογία να δηλώσουμε ότι ο υπολογισμός της πορείας της μπάλας είναι λάθος και στις δύο περιπτώσεις, κυριολεκτικά οι δύο άνθρωποι απατήθηκαν στο να θεωρήσουν τις δικές τους αισθήσεις ανώτερες από την εξωτερική πραγματικότητα, η οποία είναι η δύναμη που είναι υπεύθυνη για το χώρο, το χρόνο και όλες τις φυσικές τάσεις που καθιστούν το παιχνίδι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Αυτό είναι το πεδίο του εγγενούς.

Η ίδια η ζωή δεν είναι ορίσιμη, εκτός ίσως αν ελαττώσουμε τις παραμέτρους του ορισμού στο πολύ στενό: Ύπαρξη μπορεί να είναι ένας καλύτερος όρος, αλλά τελικά ακόμα και η ύπαρξη στηρίζεται στους φυσικούς νόμους και την «πραγματικότητα» που υφίσταται εκ των προτέρων σε ένα κατώτερο επίπεδο ακόμα και από τη φυσικότητα: το ότι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έτσι ώστε η ύλη να είναι αντιληπτή είτε η ομαλότητα της λογικής να υφίσταται επιβεβαιώνει την ύπαρξη τους. Αυτό που υποστηρίζει ο Αυρήλιος πιο πάνω είναι μια αποδοχή της φύσης της ύπαρξης, αλλά και μία συνειδητοποίηση ότι νόημα δεν υπάρχει πουθενά αλλού εκτός από τον εγκέφαλο μας: είναι μια αφηρημένη ιδέα που βασίζεται στο εγγενές, το οποίο συμπεριλαμβάνει και την ίδια τη ζωή.

Ένας άλλος τρόπος για να το εκφράσουμε αυτό είναι το να πούμε ότι θεωρούμε τη ζωή καλή όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η ζωή έχει νόημα, που είναι ένας παράγοντας μιας ζωής που βιώνεται «καλά» εκ των προτέρων. Είναι μία τεράστια λούπα αν προσεγγισθεί γραμμικά, αλλά με φυσικούς όρους, βγάζει νόημα. Το περιβάλλον μας παρέχει την ύπαρξή μας και εμείς είτε προσαρμοζόμαστε σε αυτό είτε γλιστράμε στους προσωπικούς μας φαντασιακούς κόσμους, ενώ όταν είμαστε ικανοί να προσαρμοστούμε σε αυτό αποκτούμε ευχαρίστηση ταυτίζοντας τις δικές μας επιθυμίες με τις δικές του τάσεις - σαν να πιάνουμε την μπάλα που πετιέται από κάποιο άλλο έλλογο ον και μεταφέρεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους μέσα από το διάστημα και το χρόνο στα χέρια μας. Αυτή είναι η φύση του εγγενούς, και δεν υπάρχει τίποτα υψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτό.

Για να φτάσει κάποιος σε αυτό το στάδιο, από την άλλη, πρέπει πρώτα να περάσει από την καθαρτική τελετουργία του μηδενισμού, σύμφωνα με την οποία όλα τα νοήματα που μας έχουν ειπωθεί από άλλους ή απλώς μας «φαίνονται» σωστά, αφαιρούνται. Το σεξ δεν είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή, η σχέση μεταξύ των δύο είναι αυτό που το κάνει, αφού η ηδονή είναι πρόσκαιρη και δεν μπορεί από μόνη της να εμποδίσει τον πόνο (όπως ένας οποιοδήποτε σκεφτόμενος χασισοπότης μπορεί να σας πει, ακόμα και η απόλυτη ευτυχία του να είσαι εντελώς μαστουρωμένος χάνει την αξία της στο χρόνο, αφού η κατάσταση δεν αλλάζει . Για να ισοσταθμίσουμε αυτό, όμως, ο συμβολισμός της αγάπης ή της αγνότητας ομοίως δεν είναι αυτός που είναι αληθινός, είναι μια ελλιπής αντίληψη του εγγενούς και όχι το εγγενές καθεαυτό. Μόνο το εγγενές, το έμφυτο έχει σημασία, και ο καθένας από εμάς το βλέπει σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τις ικανότητες του.

Επιπρόσθετες αναφορές στο εγγενές μπορούν να βρεθούν ξεπερνώντας το δυϊσμό νου/σώματος (mind/body dualism) της ζωής: Οι πιο πολλοί ενστερνίζονται είτε το νου και τις αφηρημένες έννοιες που θεωρούμε αληθινές όπως το «καλό» και το «κακό», είτε το σώμα και τις υλιστικές απολαύσεις τις ζωής σαν τη μεγαλύτερη αξία. Ωστόσο, είναι πιο λογικό να αποφύγουμε μια μηχανιστική προσέγγιση στην ανάλυση της ζωής και να αναγνωρίσουμε ότι αξία του εσώτερου είναι «η αξία του συνόλου και στο εγώ σαν μέρος του συνόλου». Δε μπορούμε να διαχωρίσουμε τους εαυτούς μας από το σύνολο, ούτε να το βλέπουμε σαν κάτι που είναι ανεξάρτητο από εμάς. Μας δημιούργησε και μας εξόπλισε με όλα αυτά που ξέρουμε, και ακόμα και στο μηδενισμό μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος μία αντίκρουση του φαταλισμού: Εμείς είμαστε οι συντελεστές του και αυτά που πράττουμε αλλάζουν την πορεία του μέλλοντος, σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τις ικανότητες μας.

Έτσι φτάνουμε σιγά-σιγά στην πιο ακανθώδη συνειδητοποίηση του μηδενισμού: όχι, αγαπητοί μου, δεν είμαστε όλοι «ίσοι», είτε με κάποια κοσμολογική έννοια είτε στις ικανότητες. Κάποιοι είναι πιο έξυπνοι, κάποιοι είναι πιο δυνατοί, και εφόσον το συνειδητοποιήσουμε αυτό μπορούμε να απομακρύνουμε τη μεγάλη κοινωνική ψευδαίσθηση που εμποδίζει το μηδενισμό. Το πλήθος του κόσμου που δε μπορεί να αντιληφθεί το εγγενές είτε λόγω της αδιαφοροποίητης θέσης τους σε αυτό το αρνούνται, θα μας ήθελαν να σκεφτόμαστε με βάση την «ανώτερη» αξία της ισότητας, όπως για παράδειγμα το να συμμετέχουμε σε μια «αφοσιωτική» αλήθεια όπου το να επαναλάβουμε μερικές λέξεις θα μας εξύψωνε - εξισωτικά - στο επίπεδο της ιερής γνώσης. Η φύση είναι πραγματική, και σ’ αυτή πολλοί γεννιούνται και λίγοι επιβιώνουν: αυτή είναι μια εξασφαλισμένη μέθοδος για να παράγονται ανώτεροι οργανισμοί για κάθε γενιά, το οποίο σημαίνει ότι για αυτούς που θα ζήσουν στο μέλλον, η ζωή θα είναι καλύτερη από αυτή του παρελθόντος.

Ο μηδενισμός είναι μία πύλη, και δεν είναι σοφό να συνοψιστεί σε μια καλοφτιαγμένη εργασία που κάποιος μπορεί να διαβάσει στο Internet κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού του, χωρίς αμφιβολία πριν επανέλθει σε ένα σπουδαίο δουλειά όπως το στέλνει φαξ, να κάνει ομιλίες ή να καθαρίζει τουαλέτες. Η φιλοσοφία για όσους ασχολούνται με την εγκυρότητά της είναι ένα εσωτερικό εγχείρημα, το οποίο αυτό-αποκαλύπτεται μόνο του δια της εμπειρίας, και οποιοδήποτε προσπάθεια για να συντομευτεί αυτή η πορεία είναι ισοπεδωτική και επομένως παραίσθηση. Αλλά για αυτούς για τους οποίους το νόημα της ζωής είναι ακόμα ωχρό και άμορφο, μία πρόσκληση για μία πύλη εσωκλείεται σε αυτό το δοκίμιο: μη πιστεύετε σε τίποτα, έτσι ώστε να βρείτε αυτό που έχει πραγματική σημασία.

December 15, 2004

Our gratitude to "lycaon" for this translation.


Copyright © 1988-2004 mock Him productions